- πικρόγλωσσος
- -η, -ο / πικρόγλωσσος, -ον, ΝΜΑνεοελλ.-μσν.αυτός που έχει πικρή γλώσσα, που τα λόγια του θίγουν ή προκαλούν θλίψηαρχ.εκείνος που προέρχεται από πικρή, σκληρή γλώσσα («πικρογλώσσους ἀράς», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)*- + -γλωσσος (< γλῶσσα)].
Dictionary of Greek. 2013.